- γουλίζω
- και γουλιάζω [γουλί]1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό2. πίνω λίγο υγρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουλιάζω — βλ. γουλίζω … Dictionary of Greek
πιλώ — (I) έω, Α [πίλος] 1. κατασκευάζω πίλημα («τὸν πιληθέντα δι εὐξάντου τριχὸς ἀμνοῡ... πέτασον», Ανθ. Παλ.) 2. συμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «διὰ τὸ πολὺ εἰς ὀλίγον πιληθῆναι τόπον», Αριστοτ. β. «σελήνην νέφος εἶναι πεπιλημένον», Πλούτ.) 3. καθιστώ… … Dictionary of Greek